- στρεβλωτήριον
- -ου τό N 2 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8,13rack; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
στρεβλωτήριον — στρεβλωτήριος racking masc acc sg στρεβλωτήριος racking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγώς — λυγῶς (πιθ. λυγός ή λυγῶ < δε>ς) (A) [λύγος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον ἐν ᾧ τὰ κολλώμενα ἐμβάλλεται, στρεβλωτήριον ὄργανον» … Dictionary of Greek